ταλαιπωρεῖν

ταλαιπωρεῖν
ταλαιπωρεῖν
ταλαιπωρέω
do hard work: pres inf act (attic epic doric )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταλαιπωρεῖν — ταλαιπωρέω do hard work pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαιπωρώ — ταλαιπωρῶ, έω, ΝΜΑ [ταλαίπωρος] 1. κάνω κάποιον να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά, καταπονώ, βασανίζω (α. «αυτή η αρρώστια τόν ταλαιπωρεί χρόνια τώρα» β. «ὁ πόλεμος πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾱς», Ισοκρ.) 2. παθ. ταλαιπωρούμαι και ταλαιπωροῡμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”